- φατνίου
- φάτνιοςmasc gen sgφατνίονsocketneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενδοφάτνιο — το το κοίλωμα τού φατνίου στο οποίο φύεται η ρίζα τών δοντιών … Dictionary of Greek
περιοδοντικός — ή, ό, Ν [περιοδόντιο] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο περιοδόντιο 2. το θηλ. ως ουσ. η περιοδοντική οδοντιατρική ειδικότητα με αντικείμενο την πρόληψη, διάγνωση και θεραπεία λειτουργικών και οργανικών νόσων τού περιοδοντίου 3. φρ.… … Dictionary of Greek
φατνίτιδα — η, Ν ιατρ. περιοστίτιδα οδοντικού φατνίου, ξηρά ή πυώδης, εμφανιζόμενη, μερικές φορές, ύστερα από εξαγωγή δοντιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φατνίο + κατάλ. ίτιδα*] … Dictionary of Greek
φατνιεκτομή — η, Ν ιατρ. χειρουργική αφαίρεση οδοντικού φατνίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φατνίο + εκτομή. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. alveolectomie] … Dictionary of Greek
φατνιορραγία — η, Ν ιατρ. η μετά την εξαγωγή δοντιού αιμορραγία φατνίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φατνίο + ρραγία (< ρραγής < ρήγννμι «σπάζω»), πρβλ. μητρορραγία] … Dictionary of Greek
φατνιίτιδα — η (ιατρ.), φλεγμονή του φατνίου (βλ. λ.) που παρουσιάζεται μερικές φορές από μόλυνση μετά την εξαγωγή δοντιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φατνιεκτομή — η (ιατρ.), εκτομή του φατνίου (βλ. λ.), χειρουργική επέμβαση για εξαγωγή των δοντιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)